πυρίνων

πυρίνων
πύρινον
neut gen pl
πύρινος
of fire
fem gen pl
πύρινος
of fire
masc/neut gen pl
πῡρίνων , πύρινος
of fire
fem gen pl
πῡρίνων , πύρινος
of fire
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοπύρσευτος — γλωσσοπύρσευτος, ον (Μ) αυτός που έχει σχήμα πύρινων γλωσσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πυρσεύω «βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ»] …   Dictionary of Greek

  • Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”